σβέση

σβέση
η
1. σβήσιμο, κατάσβεση.
2. διαγραφή, ξεγράψιμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σβέση — η / σβέσις, εως, ΝΑ το σβήσιμο αρχ. 1. (σχετικά με δίκη) διαγραφή 2. φρ. «κατὰ τὴν σβέσιν» κατά την στιγμή που ψύχεται κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ τού αορ. ἔσβεσ(σ)α τού σβέννυμι*] …   Dictionary of Greek

  • σβέσῃ — σβέννυμι quench aor subj mid 2nd sg σβέννυμι quench aor subj act 3rd sg σβέννυμι quench fut ind mid 2nd sg σβέσηι , σβέσις quenching fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβέσηι — σβέσῃ , σβέννυμι quench aor subj mid 2nd sg σβέσῃ , σβέννυμι quench aor subj act 3rd sg σβέσῃ , σβέννυμι quench fut ind mid 2nd sg σβέσις quenching fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρανση — η (AM μάρανσις) [μαραίνω] μαρασμός, μάραμα αρχ. 1. ελάττωση, σμίκρυνση, έκλειψη 2. (για τη φωτιά) το σβήσιμο, η σβέση 3. (μετφ.) φθορά, παρακμή, αδυναμία («μαράνσει τὸν βίον ἐκλείπει», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • πυρόσβεση — η, Ν η κατάσβεση πυρκαγιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + σβέση] …   Dictionary of Greek

  • σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • πυρηνική σύντηξη — Αντίδραση στην οποία πυρήνες που διαθέτουν υψηλότατη ενέργεια συγκρούονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να ανακαταταγούν τα αντίστοιχα νουκλεόνιά τους (πρωτόνια και νετρόνια), σχηματίζοντας δύο ή περισσότερα προϊόντα αντίδρασης, και να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”